θυμώδη

θυμώδη
θῡμώδη , θυμώδης
fierce
neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
θῡμώδη , θυμώδης
fierce
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)
θῡμώδη , θυμώδης
fierce
masc/fem acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Σιλανίων — Αθηναίος γλύπτης του 4ου αι. π.Χ. Ανήκε στην αττική σχολή της πλαστικής παρόλο που από ό,τι φαίνεται η οικογένεια του είχε έρθει στην Αθήνα από τα Μέγαρα. Σύμφωνα με μαρτυρίες του Πλίνιου, ήταν αυτοδίδακτος. Από τα έργα του εκείνο που χρησίμευσε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”